Από την Βιέννη στην μεγάλη αγάπη, την Γερμανία


Μια ιδιαίτερη δυσαρέσκεια με κατέλαβε, όσο περισσότερο συνειδητοποιούσα το βαθύτερο κενό αυτού του κράτους και την ματαιότητα της σωτηρίας του, και αισθανόμουν ότι σε όλα τα θέματα δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά η δυστυχία του γερμανικού λαού. Ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό το κράτος αναγκαστικά καταπίεζε και εμπόδιζε κάθε αληθινά μεγάλο Γερμανό, ενώ αντιθέτως βοηθούσε κάθε μη γερμανική μορφή. Με απωθούσε το συνονθύλευμα των φυλών που επιδείκνυε η πρωτεύουσα, με απωθούσε αυτή η πλήρης ανάμειξη Τσέχων, Πολωνών, Ούγγρων, Ρουθήνιων, Σέρβων, Κροατών κ.ά. Και μέσα σε όλα  το αιώνιο μανιτάρι του εβραϊκού λαού ξανά. Σε μένα η γιγαντιαία πόλη φαινόταν σαν ενσάρκωση της φυλετικής βεβήλωσης. 


Τα γερμανικά της νιότης μου ήταν η διάλεκτος της Κάτω Βαυαρίας. Δεν μπορούσα ούτε να την ξεχάσω ούτε να μάθω την βιεννέζικη αργκό. Όσο περισσότερο ζούσα σε αυτή την πόλη, τόσο περισσότερο μεγάλωνε το μίσος μου για το ξενικό μείγμα των λαών που είχε αρχίσει να διαβρώνει αυτό το παλαιό κέντρο του γερμανικού πολιτισμού. Η ιδέα ότι αυτό το κράτος μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ μου φαινόταν εντελώς γελοίο. Η Αυστρία έμοιαζε τότε με παλιό μωσαϊκό, το τσιμέντο που συγκρατούσε τις μικρές πέτρες είχε γεράσει είχε αρχίσει να διαλύεται. Όσο δεν ακουμπάς το έργο τέχνης, μπορεί να συνεχίσει να δείχνει ότι υπάρχει, μόλις όμως του δώσεις ένα χτύπημα, διαλύεται σε χιλιάδες κομμάτια. Το ερώτημα ήταν μόνο πότε θα ερχόταν αυτό το χτύπημα. Από την στιγμή που η καρδιά μου δεν ήταν ποτέ δοσμένη σε μια αυστριακή μοναρχία αλλά μόνο σε ένα γερμανικό Ράιχ, η ώρα της κατάρρευσης αυτού του κράτους μου φαινόταν μόνο σαν η αρχή της λύτρωσης του γερμανικού έθνους. 


Για όλους αυτούς τους λόγους άρχισα να νιώθω μέσα μου μια όλο και πιο δυνατή λαχτάρα να πάω επιτέλους προς τα εκεί που από την παιδική μου ηλικία με οδηγούσαν οι κρυφοί μου πόθοι και η κρυφή μου αγάπη. Ήλπιζα ότι μια μέρα θα δημιουργούσα ένα όνομα σαν αρχιτέκτονας κι ότι έτσι, στον βαθμό που θα μου επέτρεπε η μοίρα, θα αφιέρωνα τις φιλότιμες υπηρεσίες μου στο έθνος. Αλλά τελικά θέλησα να απολαύσω την χαρά να ζήσω και να εργαστώ στο μέρος που μια μέρα αναπόφευκτα θα έφερνε την εκπλήρωση της πιο φλογερής και εγκάρδιας επιθυμίας μου: την ένωση της αγαπημένης μου γενέτειρας με την κοινή μητέρα πατρίδα, το γερμανικό Ράιχ. [...] Μόνο όποιος έχει νιώσει στο πετσί του τι σημαίνει να είσαι Γερμανός που έχει στερηθεί το δικαίωμα να ανήκει στην αγαπημένη πατρίδα του, μπορεί να συλλάβει την βαθιά λαχτάρα που καίει για πάντα στις καρδιές των παιδιών που έχουν χωριστεί από την μητρική τους χώρα. Βασανίζει αυτόν που την αισθάνεται και του αρνείται κάθε απόλαυση και χαρά, μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες του πατρικού σπιτιού και μέσα στο κοινό Ράιχ το κοινό αίμα να βρει ησυχία και γαλήνη.


Ο Χίτλερ προσαρτά την Αυστρία στο Ράιχ το 1938

Ωστόσο η Βιέννη ήταν και παραμένει για μένα το σκληρότερο αλλά και βαθύτερο σχολείο της ζωής μου. Πάτησα το πόδι μου σε αυτή την πόλη σχεδόν παιδί και την άφησα άνδρας σιωπηλός και σοβαρός. Σε αυτήν απέκτησα τις βάσεις για μια φιλοσοφία γενικά και για μια πολιτική άποψη ειδικότερα, την οποία χρειάστηκε να συμπληρώσω στις λεπτομέρειες της, αλλά δεν εγκατέλειψα ποτέ. Ωστόσο μόνο σήμερα μπόρεσα για πρώτη φορά να εκτιμήσω όλη την αξία εκείνων των χρόνων μελέτης.
Για αυτόν τον λόγο ασχολήθηκα με αυτή την περίοδο κάπως εκτεταμένα, επειδή μου έδωσε την πρώτη εποπτική διδασκαλία πάνω σε εκείνα ακριβώς τα ζητήματα που αποτέλεσαν την βάση ενός κόμματος, το οποίο, ξεκινώντας από πολύ χαμηλά, μετά από σχεδόν πέντε χρόνια, αρχίζει να εξελίσσεται σε ένα μεγάλο μαζικό κίνημα. Δεν ξέρω ποια θα ήταν η στάση μου σήμερα απέναντι στους Εβραίους, στην σοσιαλδημοκρατία ή μάλλον στον μαρξισμό συνολικά, στο κοινωνικό ζήτημα κλπ αν σε μια τόσο πρώιμη περίοδο, η πίεση της μοίρας και η προσωπική μου μελέτη δεν είχαν θέσει μέσα μου τα θεμέλια των προσωπικών μου απόψεων.


Γιατί, αν η εξαθλίωση της πατρίδας μπορεί να παρακινήσει χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπους να σκεφτούν για τα βαθύτερα αίτια αυτής της κατάρρευσης, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στην οξυδέρκεια και στο βάθος σκέψης που είναι αποκλειστικό προνόμιο όποιου έχει γίνει κύριος της μοίρας του μετά από χρόνια αγώνα.

Αδόλφος Χίτλερ, Ο Αγών μου

Hitlerjugend