Ο Αδόλφος Χίτλερ στο Mein Kampf περιγράφει τις συνέπειες της ανεργίας και της αστάθειας του μεροκάματου. Καταδικάζει την αστυφιλία και την μετανάστευση από την επαρχία στην πόλη. Εκείνη την εποχή ήδη ο Μουσολίνι είχε καταφέρει να κυβερνήσει την Ιταλία. Τα προβλήματα ήταν κοινά αφού η αβεβαιότητα της εργασίας, οι απεργίες, τα λοκ - άουτ, ο μαρξισμός και η κερδοσκοπία των τραπεζών τσάκιζαν τα έθνη της Ευρώπης.
''Ποτέ δεν μου ήταν πολύ δύσκολο να βρω δουλειά, αφού ποτέ δεν είχα πάρει καμιά ειδικότητα. Έτσι δούλευα σαν χειρώνακτας ή βοηθητικός εργάτης και κέρδιζα μ’ αυτόν τον τρόπο το ψωμί μου. Βρισκόμουνα έτσι στην ίδια κατάσταση μ’ αυτούς που κουβαλούσαν στα πόδια τους όλη την σκόνη της Ευρώπης, με το απραγματοποίητο και σκληρό όνειρο να ξαναζωντανέψουν μια μέρα την ύπαρξή τους μέσα σ’ έναν κόσμο καινούργιο και μια νέα πατρίδα. Έχοντας απορρίψει όλες τις ξεπερασμένες θεωρίες, καθήκοντος και καταγωγής, περίγυρου και παράδοσης, άρπαζαν κάθε κέρδος που τους προσφερόταν κι έκαναν το κάθε τι, με την δικαιολογία ότι η τίμια εργασία δεν είναι ποτέ κατακριτέα.
Αποφάσισα λοιπόν κι εγώ να βρεθώ, πηδώντας με τα τέσσερα σ’ αυτόν τον καινούργιο για μένα κόσμο και ν’ ανοίξω τον δρόμο μου. Σε λίγο κατάλαβα πως ήταν λιγότερο δύσκολο να βρώ μια δουλειά παρά να την κρατήσω. Η αβεβαιότητα για το καθημερινό ψωμί, μου φάνηκε σαν μια απ’ τις μελανότερες απόψεις αυτής της νέας ζωής. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν πετούν στον δρόμο έναν ειδικευμένο εργάτη τόσο δύσκολα όσο έναν μεροκαματιάρη: Κι’ όμως ούτε αυτός μπορεί να βασιστεί στο αύριο. Αν δεν κινδυνεύει να πεινάσει από έλλειψη εργασίας, έχει την κάθε στιγμή να φοβηθεί το «λόκ άουτ» ή την απεργία. Η αστάθεια του μεροκάματου είναι η πιο σοβαρή πληγή της αστικής οικονομίας.
Ο νεαρός αγρότης έρχεται στην πόλη, αναζητώντας δουλειά που την νομίζει πιο εύκολη – που ίσως είναι πραγματικά – και που δεν θα τον κουράζει πολύ. Τον τραβάνε ακόμη τα ζαλιστικά φώτα και η λάμψη της πολιτείας. Συνηθισμένος σε μιαν ορισμένη σιγουριά κέρδους, θάθελε πρίν αφήσει την δουλειά του να βρεί μιαν άλλη, ή τουλάχιστον νάχει υπ’ όψην του μια άλλη. Γιατί η έλλειψη καλλιεργητών είναι τόσο μεγάλη, ώστε η ανεργία σ αυτόν τον τομέα είναι απίθανη. Και είναι πλάνη να σκεφτούμε a priori ότι αυτοί που εγκαταλείπουν τα χωράφια τους για νάρθουν στην πόλη είναι χειρότεροι απ’ αυτούς που εξακολουθούν και μένουν να δουλεύουν εκεί. Το αντίθετο: η πείρα έχει αποδείξει ότι τα υγιή στοιχεία και οι ζωντανές φύσεις μεταναστεύουν. Όταν λέμε μετανάστευση δεν εννοούμε μόνον την φυγή προς την Αμερική, αλλά και το ότι ένας νεαρός αφήνει το χωριό του για να πάει σε μια μεγάλη άγνωστη πόλη. Το ίδιο κι αυτός είναι έτοιμος να τρέξει πίσω από ένα αβέβαιο μέλλον. Συνήθως έρχεται στην πόλη με πολύ λίγα χρήματα και παρ’ όλα αυτά δεν απογοητεύεται τις πρώτες μέρες, αν η κακή του τύχη δεν τον βοηθήσει να βρει αμέσως δουλειά. Αλλά όταν η δουλειά που θα βρεθεί, χαθεί σε λίγο καιρό, τότε το πράγμα γίνεται πιο σοβαρό, το να βρεις μια άλλη, προ πάντων μέσα στον χειμώνα, είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο. Έτσι περνούν μερικές εβδομάδες.
Παίρνει το επίδομα ανεργίας που του παρέχει το συνδικάτο του και που γρήγορα ξοδεύεται. Στο τέλος όταν το τελευταίο μάρκο, το τελευταίο πφένιχ έχει τελειώσει κι όταν το Ταμείο Ανεργίας, μετά το καθορισμένο χρονικό διάστημα, σταματήσει να πληρώνει, έρχεται η εξαθλίωση. Σέρνεται εδώ κι εκεί πεινασμένος. Πουλά ή βάζει ενέχυρο ότι έχει και δεν έχει.
Με τα ρούχα που φορεί μόνο και με τους φίλους που του απέμειναν φτάνει στην τέλεια εγκατάλειψη ψυχική και σωματική. Μη έχοντας ούτε που να μείνει κι αυτό μέσα στην καρδιά του χειμώνα όπως σχεδόν συμβαίνει, η καταστροφή του ολοκληρώνεται. Βρίσκει τέλος κάποια δουλειά, αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Την δεύτερη φορά θα συμβούν τα ίδια, την τρίτη φορά θα είναι χειρότερα, μέχρι που να μάθει να υπομένει λίγο-λίγο με αδιαφορία αυτό το αβέβαιο πεπρωμένο του. Η επανάληψη αυτή γεννά την συνήθεια. Έτσι, αυτός που άλλοτε ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος όρεξη για δουλειά, υποχωρεί κι εγκαταλείπεται στο κάθε τι ώσπου να καταντήσει ένα απλό όργανο στα χέρια αυτών που επιδιώκουν ταπεινά κέρδη. Η ανεργία του τον ντροπιάζει τόσο, όσο και το ν’ αγωνιστεί για τις οικονομικές του διεκδικήσεις ή για να εξουδετερώσει τις εθνικές αξίες της κοινωνίας και του πολιτισμού. Κάνει απεργία όχι από συνείδηση, αλλά από αδιαφορία.
Θα μπορούσα ν αποδείξω το επιχείρημά μου αυτό με χιλιάδες παραδείγματα. Κι ύστερα να μιλήσω για το πόσο βαθιά ήταν η αποδοκιμασία μου γι’ αυτές τις πολιτείες των πολλών εκατομμυρίων κατοίκων που τραβούν τόσο λαίμαργα τους ανθρώπους για να τους τσακίσουν κατόπιν τόσο τρομακτικά.
Λέω τούτο μόνο: Όταν έρχονται στις μεγάλες πόλεις ανήκουν στον λαό τους. Μόλις μείνουν λίγο χάνονται για πάντα. Σύρθηκα κι εγώ ο ίδιος στα πεζοδρόμια της μεγάλης πόλης, δέχθηκα όλα τα χτυπήματα της μοίρας και μπόρεσα να τα κρίνω και να βγάλω τα συμπεράσματά μου.
Και κάτι άλλο: οι αλλεπάλληλες εναλλαγές δουλειάς και ανεργίας, συγχρόνως με την ανωμαλία που δημιουργούν στα έσοδα και έξοδα για την συντήρηση, εξαλείφονται σιγά-σιγά από το σύνολο των εργαζομένων από κάθε συναίσθημα οικονομίας και κάθε έννοια οργάνωσης της καθημερινής ζωής. Κατά συνέπεια, ο οργανισμός συνηθίζει λίγο - λίγο στην καλοπέραση στις καλές περιόδους και στην πείνα στις κακές. Ναι, η πείνα αφαιρεί κάθε σκοπό δημιουργίας σ’ έναν υγιή οργανισμό και τον σπρώχνει να κυνηγά το εύκολο κέρδος. Κάνει να χορεύει μπροστά στα μάτια του σαν επίμονο αντικατόπτρισμα, η εικόνα της εύκολης «γλυκειάς ζωής», δίνει σ' αυτό το όραμα τέτοια προκλητικότητα που το μεταλλάζει σ’ έναν πόθο αρρωστημένο που, με κάθε θυσία πρέπει να πραγματοποιηθεί μια και η πληρωμή θα κρατήσει τόσο λίγο.
Ο άνθρωπος που μόλις βρήκε την δουλειά για την οποία τόσο έψαχνε, χάνει κάθε αίσθηση μέσα του κι εγκαταλείπεται σε μια ζωή άδεια, μέρα με την μέρα. Αντί να κανονίσει μια μετρημένη ζωή για όλη την εβδομάδα, χάνεται εδώ κι εκεί και σπαταλιέται. Τα χρήματα που κερδίζει, του φτάνουν στην αρχή, για πέντε ως εφτά μέρες, ύστερα για τρεις μόνον, αργότερα για μια μέρα και τέλος ξοδεύονται όλα σε μια νύχτα τρέλας. Και στο σπίτι υπάρχουν συνήθως γυναίκα και παιδιά. Συμβαίνει να δουλεύουν κατά τον ίδιο τρόπο και να κερδίζουν κι αυτοί το ψωμί τους, όταν ο σύζυγος είναι καλός μαζί τους, δηλαδή, όταν τις αγαπά με τον τρόπο του.
Το βδομαδιάτικο και των δύο ξοδεύεται για το σπίτι, αρκεί για δύο ή τρείς μέρες: πίνουν και τρώνε, όσο υπάρχουν χρήματα, μετά πεινούνε το ίδιο όλοι. Τότε η γυναίκα καταφεύγει στην γειτονιά. Αγοράζει με πίστωση, ανοίγει μικρολογαριασμούς στους καταστηματάρχες και προσπαθεί έτσι να βολέψει τις τελευταίες δύσκολες μέρες της εβδομάδας. Το μεσημέρι όλοι κάθονται μπροστά στο φτωχό τραπέζι – πανευτυχείς αν υπάρχει κάτι- και περιμένουν την μέρα της πληρωμής. Την συζητούν. Κάνουν σχέδια και με την κοιλιά άδεια, ονειρεύονται την ευτυχία που θα ξανάρθει. Τα παιδιά, από την πιο τρυφερή τους νεότητα, αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτή την αθλιότητα.
Όμως όλ’ αυτά τελειώνουν άσχημα όταν ο άντρας τραβά τον δρόμο του μόλις πάρει το βδομαδιάτικο κι όταν η γυναίκα του γκρινιάζει για χάρη των παιδιών της. Οι καυγάδες αρχίζουν και ανάλογα με το πόσο ο άντρας αγαπά την γυναίκα του, καταλήγει στον αλκοολισμό. Κάθε Σάββατο μεθάει, δίνοντας μάχη για τον εαυτό της και για τα παιδιά η γυναίκα του αποσπά μερικές δεκάρες, τρέχοντας πίσω του, όλο τον δρόμο απ’ το εργοστάσιο ως την ταβέρνα. Όταν το βράδυ γυρίζει στο σπίτι, πολλές φορές την Κυριακή ή την Δευτέρα, μεθυσμένος και αγριωπός, με άδειες τσέπες, τον υποδέχονται σκηνές τρομερές…
Παρευρέθηκα εκατό φορές σε παρόμοιες ιστορίες. Εχθρικός κι επαναστατικός στην αρχή, στο τέλος μπόρεσα να συλλάβω την τραγική πλευρά και την βαθύτερη αιτία των τρομερών αυτών επεισοδίων. Λυπήθηκα πολύ και συμπόνεσα αφάνταστα τα δυστυχισμένα θύματα της κακοδαιμονίας του τόπου μας''.
Αδόλφος Χίτλερ - Mein Kampf