Ή Ελλάς, ή οποία είχε ολιγότερο από κάθε άλλον ανάγκην αυτής της εγγυήσεως, ήταν επίσης διατεθειμένη, υπακούουσα εις την δελεαστική αγγλική πρόσκληση, να σύνδεση την τύχη της με τον χρηματοδότη και εντολέα του βασιλικού της Κυρίου.
Διότι και σήμερον ακόμη—νομίζω ότι οφείλω να πω τούτο χάριν της Ιστορικής αληθείας—είμαι υποχρεωμένος να προβώ εις αντιδιαστολή μεταξύ του Ελληνικού λαού και εκείνης της διεφθαρμένης αραιής ηγέτιδας τάξεως, ή οποία, εμπνεόμενη υπό ενός υποταγμένου εις την Αγγλία Βασιλέως, έκήδετο ολιγότερο των πραγματικών καθηκόντων, της ηγεσίας του κράτους, οικειοποιούμενη πολύ περισσότερο τους σκοπούς της βρετανικής πολεμικής πολιτικής.
Το γεγονός τούτο με λύπησε ειλικρινά.
Υπήρξε δι’ εμέ τον Γερμανό, ο οποίος λόγω του τρόπου της διαπαιδαγωγήσεώς μου κατά την νεαρά ηλικία και λόγω του βιοτικού μου επαγγέλματος βραδύτερο, έτρεφα βαθύτατη εκτίμηση δια τον πολιτισμό και τις τέχνες ενός λαού, από τον οποίον εξεπορεύθη άλλοτε το πρώτον φως της ανθρώπινης ωραιότητας και αξιοπρέπειας, δύσκολο και πικρό να παρακολουθώ την εξέλιξη χωρίς να δύναμαι να πράξω το ελάχιστον.
Χάρις εις τα έγγραφα τα ανευρεθέντα εις την La Charitι λάβαμε γνώσιν της δράσεως των δυνάμεων εκείνων, οι οποίες θάττον ή βράδιον επέπρωτο να οδηγήσουν το ελληνικό Κράτος εις την ακατονόμαστη δυστυχία.
Ό κ. Τσώρτσιλ επέτυχε κατά το τέλος του θέρους παρελθόντος έτους να καταστήσει την υπόσχεση περί εγγυήσεως της Ελλάδος τόσον πιστευτή εις ορισμένους κύκλους, ώστε εκπήγασεν εκ τούτου μία ολόκληρος σειρά επανειλημμένων παραβιάσεων της ουδετερότητας. Από αυτές πλήγηκε κατά πρώτον λόγο ή Ιταλία.
Αισθάνθηκα ότι είχε την υποχρέωση να υποβάλει τον Οκτώβριο του 1940 προτάσεις εις την Ελληνική Κυβέρνηση και να αξιώνω εγγυήσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν ικανές να θέσουν τέρμα εις τ ανυπόφορο αυτήν δια την Ιταλία κατάσταση.
Εις την πρόταση αυτήν εδόθη—έφ’ όσον ευρέθη υπό την εταιρεία των Βρετανών ερεθιστών του πολέμου—κατηγορηματικά σκαιά αρνητική απάντηση, πράγμα πού τερμάτισε την ειρήνη των Βαλκανίων.
4-5-1941