Στο μυθιστόρημα του Πιερ Ντριέ λα Ροσέλ ''Μια γυναίκα στο παράθυρο της'' (εκδόσεις Καστανιώτη), ο Ντριέ λα Ροσέλ βάζει τους ήρωες του να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, να μιλήσουν για αυτήν, να φτάσουν ως τους Δελφούς. Σε έναν από τους ήρωες του θα βάλει να πει ''Τι όμορφος που είναι αυτός ο τόπος''. Στον κεντρικό του ήρωα, που είναι ένας κομμουνιστής, θα βάλει την απέχθεια του για την ομορφιά του Παρθενώνα και για την Ελλάδα, λέγοντας: ''θα ήταν τρομερή διαστροφή να αγαπά κάποιος μια νεκρή, έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν ο Παρθενώνας, όπως και όλες οι εκκλησίες της Δύσης, είναι μια μούμια ταριχευμένη από τον χρόνο...'' για να του απαντήσει η Μαργκό ''εγώ νιώθω μια απίστευτη ζωή όταν είμαι στην Ακρόπολη''. Tον θρασσύτατο μηδενιστή κομμουνιστή, θα βάλει στην θέση του ο Μαλφός με τα εξής απλά λόγια, που είναι και η απόλυτη αλήθεια:
''Δεν ξέρω τι κάνουν στην Ρωσία, αλλά ποτέ κανείς δεν θα κάνει, ούτε εκεί, ούτε πουθενά, τίποτα τόσο ωραίο όσο ο Παρθενώνας''.
Ας δούμε μερικά απόσπασματα από το υπέροχο μυθιστόρημα του Πιερ Ντριέ λα Ροσέλ που μιλάει για την Ελλάδα, στο κεφάλαιο ''Ταξίδι στην Ελλάδα'':
''Ξαφνικά αυτός ο δρόμος έβγαλε στον κόλπο της Αίγινας. Μπροστά στους ταξιδιώτες ήταν τώρα η θάλασσα, αλλά πιο πέρα και πάλι η στεριά - τα νησιά, η Πελοπόννησος. Στην Ελλάδα, η στεριά μισανοίγεται συνεχώς στο νερό, το νερό είναι πάντα ζωσμένο από την στεριά: το κάθε στοιχείο βρίσκεται εκεί για να οριοθετεί το άλλο, για να το περιδένει. Ο Μπούτρος, δίχως να πάψει να πλοηγεί ανάμεσα στις γούβες, δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει αυτή την αιφνίδια εκτύλιξη, αυτή την σοφή κλιμάκωση με τ' αγκαλιασμένα επίπεδα: πεδιάδα, θάλασσα, βουνό, ουρανός. Λεπτοκεντημένος πάνω στις κορυφογραμμές, ο ουρανός δεν κυριαρχεί στο σύνολο. Είναι εκεί δεμένος και κρατάει την θέση του μέσα στην διάταξη των άλλων γοήτρων. Ανάμεσα στις ανοδικές προοπτικές που συνθέτουν τα βουνά, το νερό και ο αέρας, ακίνητα και διάφανα, σχηματίζουν μαγεμένες λίμνες, ψηλοκρεμαστές, μέσα σ' ένα ζωντανό όνειρο που τρέφει έντονες παρουσίες. Σε λίγο, για το μάτι που είναι προσηλωμένο σ' ένα όλο και πιο περίτεχνο θέαμα, δεν υπάρχει ούτε θάλασσα ούτε ουρανός, αλλά ένα φως, μια αιθέρια ουσία που διατρέχει έναν απόλυτα χειροπιαστό παράδεισο''.
''Νιώθετε την ομορφιά του Παρθενώνα, αλλά οι άνθρωποι που έχτισαν τον Παρθενώνα δεν νοιάζονταν για την ομορφιά του, έχτιζαν μονάχα το σπίτι που χρειάζονταν για να στεγάσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τη θεά τους και τους θησαυρούς τους, την ιδέα που τους επέτρεπε να εξηγούν τη ζωή και άρα να ζουν, καθώς και τα μέσα που διέθεταν για να ζήσουν. Ο Παρθενώνας μπορεί να μου διδάξει ένα μόνο πράγμα: να του στρέψω τα νώτα μου για να προσπαθήσω να κάνω κάτι εξίσου δυνατό''.
''Σιγά-σιγά τα βουνά είχαν συσσωρευτεί στα αριστερά τους, προς τα δυτικά είχαν επιτέλους πάρει τέλος οι κάμποι. Μπήκαν στον ορεινό όγκο του Παρνασσού, αφού περιστράφηκαν για ώρα γύρω του....Μια νέα πραγματικότητα ερχόταν να προβληθεί, ήταν κι αυτό η Ελλάδα. Το βουνό καταμεσής στα πέλαγα, μια ψηλοκρεμαστή μάζα που μαστιγώνουν τα κύματα. ''Να η καρδιά, να η αστείρευτη πηγή της ζωής. Εδώ ξεχνώ την ανθρωπότητα και τις ταπεινωτικές της διακυμάνσεις, ξαναβρίσκω τη φύση στον ανέγγιχτο, απρόσβλητο μυχό της. Ω, αγαθά αιώνια μόρια! Να η κλωστή με την οποία υφαίνεται μια νέα ανθρώπινη όψη. Μέσα σε αυτά τα απρόσιτα φαράγγια κυλάει η πηγή της ζωής. Σ΄αυτή την πηγή ξανάρχεται πάντα να πιει η ανθρωπότητα και, όταν τούτη η πηγή θα στερέψει για εκείνη, η ζωή παρ' όλα αυτά θα συνεχιστεί. Και όταν τούτες οι πλαγιές και οι γκρεμοί θα καταρρεύσουν μαζί με τον ίδιο τον πλανήτη. η ύλη θα παραμείνει ακόμα. Και όταν λέω η ύλη, είναι σαν να λέω το Πνεύμα. Εν τω μεταξύ ας πιστέψουμε με την φλόγα της άνοιξης και της νιότης στην αιωνιότητα του ανθρώπου και της γης.
Τι με νοιάζει αν δεν είδα τον Παρθενώνα; Είναι το αριστούργημα ενός Χρυσού Αιώνα. Ο 5ος αιώνας προ Χριστού είναι όπως ο 17ος. Ο Παρθενώνας είναι οι Βερσαλλίες. Ποιο είναι το δίδαγμα σήμερα που μπορούμε να αντλήσουμε από τις Βερσαλλίες; Ξαναγινόμαστε βάρβαροι, μας λείπουν οι νέες και άγνωστες μορφές, έτσι αυτό που μας τραβάει στην Ιστορία είναι τα πρώτα άλματα....Αλλά ενώ είμαστε έτοιμοι να ξαναπέσουμε στην σκοτεινή χοάνη, σκυμμένοι πάνω από την επόμενη άβυσσο, ονειρευόμαστε τ' αυριανά βλαστήματα μέσα από τις καταρρεύσεις και τις σήψεις που μας συμπαρασύρουν. Είμαστε ξέπνοοι, δεν θα γεννήσουμε πια τίποτα με την μορφή που γνωρίζουμε, η δύναμη της δημιουργίας θα επιστρέψει μετά από τρομερές αποσυνθέσεις. Ενώ όμως το ποτάμι του πολιτισμού μας ετοιμάζεται να χυθεί στην θάλασσα όπου τα πάντα πνίγονται, σχίζοντας μεμιάς τον επαναλαμβανόμενο κύκλο των εξατμίσεων, των νεφών και των βροχών, η φαντασία μας ξαναβουτάει στις πηγές απ' όπου θα βγει το καινούριο ποτάμι. Πλανιέμαι γύρω από τις αβύσσους γιατί ξέρω πως μέσα εκεί ξαναπέφτω και πως εκεί θα ξαναβγώ. Είμαι το Πνεύμα το αεί ζων.
Από τούτα ακριβώς τα βουνά κατέβηκαν κοσμογονίες και εποποιίες. Μέσα από τούτα τα διάσελα ανάμεσα σε τούτες τις βουνοκορφές, οδεύω προς το άντρο της πρωταρχικής έμπνευσης. Εν αρχή ην η ποίησις. Εγώ, ο φτωχός, ταλαίπωρος πολιτισμένος, κάνω την θλιβερή ευχή να ξυπνήσω την ηχώ της βροντής που κατακεραύνωσε τους προδρόμους, τους πρωταρχικούς μάντεις. Ω καρδιά μου, ανήμπορη πια να πλάσεις θρύλους, δεν θα ριγήσεις, άραγε, μέσα στην σκιά όπου πάλλονταν οι μεγάλοι μύθοι, οι γεμάτοι χυμό; Ας ήταν να μπορούσα να διακρίνω από μακριά, τα τοτέμ, εμβλήματα της ζωτικής συμμαχίας του ανθρώπου με τα ζώα και τα φυτά''.