Κανάρης
(Κώστας Καρυωτάκης)
Κάποιοι δαιμόνοι
τον είχαν στείλει.
Έγινε αχείλη
κόσμου που επόνει.
Ήρωες χρόνοι!
Και πως εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!
Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα.
Στη νεολαία μας
(Κωστής Παλαμάς)
Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβύτικο κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα,
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!
Ποίημα γιὰ τὸν Καραϊσκάκη
Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός· τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ
τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ᾿ στὴν ὑπνοφαντασιά μου
σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά.
Ὅσο κι ἂν ἔγερν᾿ ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου,
μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ
τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ᾿ αὐτιά μου
κ᾿ ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά.
Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη
δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη.
Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι
τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ᾿ ὅλους μέσα ποιός;
Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι,
τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!
[Kωστής Παλαμάς, «Τὰ δεκατετράστιχα»,
Ἅπαντα, τόμος 7ος, σ. 420, Ἀθήνα 1972]