1) Όταν έγινε η Δημοκρατία της Γαλλίας και πήραν φωτιά κι’ άλλα μέρη της Ευρώπης, άρχισαν κ’ εδώ τα κόμματα και οι φατρίες και καταξοχή το παρτίδο του Κωλέτη και τουτουνών οπού μας κυβερνούν, οι άνθρωποι της διαθήκης του Κωλέτη.
Αυτό το σύστημα της δημοκρατίας δεν το θέλαμεν οι τίμιοι άνθρωποι, ότι το γευτήκαμεν κι’ αυτό.
Πήραν μπούγιον οι άνθρωποι εδώ, γύρευαν αυτό το σύστημα· ’νεργούσαν απάνου εις αυτό και να κινηθούνε να πάνε να πάρουν και την Κωσταντινόπολη. Έρχονταν πολλοί τοιούτοι εις το σπίτι μου και με ζητούγαν κ’ εμένα σύντροφόν τους να συνπράξωμεν.
Τους έλεγα· «Αυτό το σύστημα, οπού το ’χαμεν και πρώτα, τι καρπόν μας ήφερε και πού καταντήσαμεν φαίνεται. Πρέπει να περιμένωμεν, να ιδούμεν αυτείνη η φωτιά της Ευρώπης πού θα καταντήση, και τότε να τηράξωμεν και διά τα έξω· να κάμη η Κυβέρνηση αμνηστείαν, να μπούνε μέσα οι αγωνισταί οπού ’ναι εις την Τουρκιά και να βγάλωμεν και τους άλλους αγωνιστάς από της φυλακές, οπού ’ναι γιομάτα από αυτούς όλα τα μπουντρούμια του Κράτους, και τότε γένονται αυτά με τον καιρόν τους – να μην χάσουμεν κι’ αυτά οπού ’χομεν».
2) Και κυβερνιώμαστε και τώρα καθώς πρώτα και χερότερα. Και σε όλες της τάξες από την μεγαλύτερη και κάτου και εις την Κυβέρνησιν και Βουλές και παντού εις το Κράτος δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του. Κλεψές ’στα ταμεία και ’στα ’σοδήματα, ληστείες. Η αρετή, η αλήθεια, ο πατριωτισμός εχάθηκαν. Ότι όποιος έχει αυτά τον κιντυνεύουν, κι’ όθεν ψεύτης και κατρεγάρης και κλέφτης, ή ντόπιος ή ξένος, εκείνος έχει την τύχη του.
3) Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε δόξα, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.
4) Ήρθετε εσείς οι μεγάλοι μας πολιτικοί να μας λευτερώσετε, όταν σηκώσαμεν την επανάστασιν μόνοι μας κι’ αγωνιζόμαστε της πρώτες χρονιές με τους σημαντικούς της πατρίδος μας πολιτικούς – φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι’ ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού ’χαμεν αναμεταξύ μας. Όταν κοπιάσετε εσείς, μας γυμνάσετε
την διχόνοια, μας φέρατε της φατρίες και τ’ άλλα τ’ αγαθά· και κακοβάλετε το δυστυχησμένο αθώον έθνος.
5) Δείξατε τι πατριωτισμόν και τι εθνικά φρονήματα είχετε κ’ εσείς και οι συντρόφοι σας, οι ρήτορές σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ’ ενθουσιάζαν γενικώς τους Έλληνες – με λόγια παχιά και μ’ ασκιά μ’ αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ’ έλεος της Αυλής και των υπουργών. Τι κάνουν σήμερα αυτείνοι; Ό,τι κάμετε κ’ εσείς οι αρχηγοί τους. Ήσασταν πρώτα φιλελεύτεροι;
- όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σα να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάλαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή κι’ οδηγίες του Ντεληγιάννη και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι’ ό,τι νομοσκέδια δίνουν οι υπουργοί, «σοι, Κύριε». Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ’ οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος.
6) Οι μεγάλοι μας οι πολιτικοί δεν επιθυμούν ποτές την ησυχίαν, κι’ όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν.
7) Δυστυχισμένη Ελλάς, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες, οπού μας κυβέρνησαν αρχή ως τέλος!
8) Από όλα αυτά, καϊμένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε, μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς.
9) Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη. Αυτά λείπουν απ’ όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Της πρόσοδες της πατρίδας της κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε ’πηρεσίαν να μπούμεν, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, της τρώμεν όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκοχτώ ’κατομμύρια ο ένας κι’ ο άλλος·
''Κι’ από μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά''!
Απομνημονεύματα Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη